παχουλός

παχουλός
-ή, -ό, ΝΜ
(για πρόσ. και ζώα) λίγο παχύς, ευτραφής, γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. -ουλός (πρβλ. βαθ-ουλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παχουλός — ή, ό ο λίγο παχύς, ο μέτρια ευτραφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχουλούτσικος — η, ο [παχουλός] (με θωπευτική σημ.) ο κάπως, ο λίγο παχουλός …   Dictionary of Greek

  • βαβουλός — ή, ό 1. βαθύς λίγο πολύ, κάπως βαθύς 2. αυτός που έχει κάποιο κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + (καταλ. επίθημα) ουλός (πρβλ. μακρουλός, νερουλός, παχουλός, στρουμπουλός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εύσαρκος — η, ο (ΑΜ εὔσαρκος, ον) νεοελλ. πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός μσν. συμμετρικός στο σώμα μσν. αρχ. αυτός τού οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση αρχ. (για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σαρκος… …   Dictionary of Greek

  • μπουλούκος — ο, θηλ. μπουλούκα ευτραφής, παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bolluk «μέγεθος, πλήθος»] …   Dictionary of Greek

  • παχούτσικος — η, ο [παχύς] (με θωπευτική σημ.) παχουλός …   Dictionary of Greek

  • παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • πιγγουίκουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας λεντιβουλαριίδες, που περιλαμβάνει 46 είδη μικρών ποωδών εντομοφάγων φυτών σε υγρούς βιοτόπους τών εύκρατων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου,… …   Dictionary of Greek

  • υποπίμελος — ον, Α ο κάπως παχουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα πίμελος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”